- νεότικτος
- νεό-τικτος, ον,A newly brought forth, A.Fr.451H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεότικτος — νεότικτος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τίκτω (πρβλ. ά τικτος)] … Dictionary of Greek
νεότικτα — νεότικτος newly brought forth neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek